- σκηνύδριον
- σκην-ύδριον, τό, Dim. of σκηνή, Plu.Mar.37.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκηνύδριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνύδριον — τὸ, Α υποκορ. μικρή σκηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] … Dictionary of Greek